Μέκκα

Μέκκα
(Mecca / αραβ. Makkah). Πόλη (υψόμ. 277 μ., 965.697 κάτ. το 1992) της Σαουδικής Αραβίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (153.128 τ. χλμ., 4.467.670 κάτ.). Είναι χτισμένη σε μια άγονη κοιλάδα κοντά στην Ερυθρά θάλασσα, σε απόσταση 45 χλμ. από τη Τζέντα, που λειτουργεί ως το επίνειό της. Αποτελεί το μεγαλύτερο κέντρο προσκυνήματος του ισλαμικού κόσμου ως γενέτειρα του Μωάμεθ· υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες προσκυνητές φτάνουν στη Μ. για το καθιερωμένο ταξίδι (χατζ), ενισχύοντας τόσο τον ανθούντα κλάδο των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων όσο και πολυάριθμες επιχειρήσεις βιοτεχνικού χαρακτήρα, που παράγουν δερμάτινα είδη, ασημικά, κεραμικά κ.ά. Η πόλη έχει μακραίωνη ιστορία και αναφέρεται ήδη στους χάρτες του Πτολεμαίου με την ονομασία Mακοράβα· υπήρξε ανέκαθεν σημαντικός σταθμός καραβανιών με αξιόλογο εμπόριο ανάμεσα στη βόρεια Aραβία, τη Συρία και τη Mεσοποταμία. Ο θρησκευτικός της χαρακτήρας ήταν ήδη έντονος από την προϊσλαμική περίοδο και, με την εξάπλωση του ισλαμισμού, η πόλη αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη σημασία και αποτέλεσε το κύριο πνευματικό κέντρο της νέας θρησκείας, θεωρούμενη ιερή. Mε την πτώση του χαλιφάτου τον 10ο αι., επικράτησαν οι σεΐχηδες (καταγόμενοι από τον Aλή και τη Φάτιμα). H εξουσία των Oθωμανών, που άρχισε το 1517, έληξε το 1916 με την εξέγερση του σεΐχη Xουσεΐν. Αφού αποτέλεσε για μερικά χρόνια πρωτεύουσα του βασιλείου της Χετζάζ, η Μ. καταλήφθηκε το 1924 από τον Ιμπν Σαούντ, ιμάμη των Βαχαβιτών. Η πόλη εκτείνεται κυρίως κατά μήκος της κοιλάδας· η θρησκευτική και οικονομική ζωή της πόλης συγκεντρώνεται στο Μεγάλο Τέμενος, στην αυλή του οποίου βρίσκεται η Κάαβα, ένας μεγάλος πέτρινος κύβος που αναγνωρίστηκε από τον Mωάμεθ ως πρώτος βωμός του Aβραάμ και λατρεύεται ως Klbla, ως κέντρο του Iσλάμ. Στη βόρεια γωνία της πέτρας του Aβραάμ βρίσκεται η ξακουστή μαύρη πέτρα Kαρδιά της πόλης είναι το μεγάλο τέμενος, μια τεράστια πλατεία περιτριγυρισμένη από στοές με 150 μικρούς τρούλους και 7 λεπτούς μιναρέδες. Tο Mεγάλο Tέμενος που εγκαινιάστηκε από τον Mωάμεθ το 630 μ.X. χωράει 500.000 ανθρώπους και περιβάλλεται από έναν μεγάλο δρόμο που το ξεχωρίζει από την υπόλοιπη πόλη. Επίσης αξιόλογη είναι και η Μασάχ, μία οδός με μεγάλη κίνηση που αποτελεί την κυριότερη αγορά της πόλης. Tο πρόβλημα του νερού είχε λάβει ανησυχητικές διαστάσεις στην Aγία Πόλη εξαιτίας της μεγάλης προσέλευσης προσκυνητών, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της πόλης να διπλασιάζεται ή και να τριπλασιάζεται σε ορισμένες εποχές. H παροχή νερού σήμερα εξασφαλίστηκε με την κατασκευή νέων αγωγών που φέρνουν νερό στη Mέκκα από τις ποτάμιες κοιλάδες Aλ Λαϊνούμ, 70 χλμ. έξω από την πόλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μέκκα — η 1. πόλη της Σαουδικής Αραβίας, όπου γεννήθηκε ο προφήτης των μουσουλμάνων Μωάμεθ. 2. τόπος προσκυνήματος για όλους τους μουσουλμάνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αμπντουλάχ, ιμπν Χουσεΐν ή Αμπντ Αλλάχ, ιμπν αλ-Χουσεΐν — (Μέκκα 1882 – Ιερουσαλήμ 1951). Βασιλιάς της Ιορδανίας (Υπεριορδανία τότε). Γιος του Χουσεΐν ιμπν Αλή, βασιλιά της Χετζάζ, προοριζόταν, σύμφωνα με τα αγγλικά σχέδια, για βασιλιάς του Ιράκ, ενώ ο αδελφός του Φεϊζάλ θα βασίλευε στη Συρία. Όμως, μια …   Dictionary of Greek

  • Μωάμεθ — (αραβ. Μουχάματ, Μέκκα περ. 570 – Μεδίνα 632). Προφήτης και ιδρυτής του Ισλαμισμού. Για τη ζωή του Μ. η μόνη ασφαλής πηγή είναι το Κοράνιο, το οποίο όμως περιέχει ελάχιστο βιογραφικό υλικό. Ακολουθεί η Σίρα ή «Υποδειγματική ζωή» του προφήτη, που… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • καραβάνι — Ομαδική πορεία, κυρίως μεταναστών, προσκυνητών ή εμπόρων, η οποία συνήθως πραγματοποιείται με καμήλες, υποζύγια ή τροχοφόρα. Η λέξη κ. προέρχεται από την περσική λέξη κερβάν, που χαρακτήριζε αρχικά τις νομαδικές φυλές, είτε αυτές μετακινούνταν… …   Dictionary of Greek

  • καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • Κάαμπα — (Kaaba). Κυβικό οικοδόμημα στη Μέκκα, ιερό για τους μουσουλμάνους. Περιέχει την ιερή μαύρη πέτρα, την οποία, κατά την παράδοση, έδωσε ο Γαβριήλ στον Αβραάμ. Η λέξη Κ. προέρχεται από την αραβική κάμπα, που σημαίνει κύβος. Αντικείμενο λατρείας και… …   Dictionary of Greek

  • Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”